μοσχομάγκα

μοσχομάγκα
η, και μοσχομάγκας, ο
1. μάγκας, μόρτης, αλανιάρης, αλήτης, γαβριάς
2. στον πληθ. μοσχομάγκες
ονομασία που, κατά την περίοδο τής πολιτικής ανωμαλίας η οποία ακολούθησε τη δολοφονία τού Καποδίστρια, δόθηκε στους γαλλόφιλους τού Ναυπλίου, καθώς και αργότερα, στην Αθήνα, στους οπαδούς τού κόμματος τού Επαμ. Δεληγιώργη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Μόσχος (ο οποίος πρωταγωνίστησε στις πολιτικές ταραχές τού 1832 στο Ναύπλιο) + μάγκα / μάγκας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”